- ἀθεμίστῳ
- ἀθέμιστοςunlawfulmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθεμιστώ — ἀθεμιστῶ ( έω) (Α) [ἀθέμιστος] πράττω άνομα έργα, παρανομώ, αδικώ … Dictionary of Greek